- τρενάρισμα
- και τραινάρισμα, το, Νεπιβράδυνση, καθυστέρηση, ιδίως σκόπιμη ή αδικαιολόγητη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρενάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. παρκάρ-ισμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρενάρισμα — το, ατος αναβολή, καθυστέρηση: Με τρεναρίσματα ξεπληρώνει τα δανεικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρέλκυση — η / παρέλκυσις, ύσεως, ή ΝΜΑ [παρελκύω] 1. μη περάτωση μιας ενέργειας ή διαδικασίας κατά την διάρκεια τού αναγκαίου ή προκαθορισμένου χρόνου αλλά η συνέχιση της και πέρα από αυτόν, παράταση 2. βραδύτητα, επιβράδυνση, αργοπορία 3. η με αναβολές… … Dictionary of Greek
τραινάρισμα — το, Ν (παλαιότ. τ.) βλ. τρενάρισμα … Dictionary of Greek
τραινάρισμα — το, ατος βλ. τρενάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)